top of page

 

Οι ραγδαία εξελισσόμενες τεχνο-επιστημονικές πρακτικές στη  μεταβαλλόμενη κοινωνία μας αυξάνουν την αποτελεσματικότητα των θεραπειών του σώματος, ενώ ταυτόχρονα κατακερματίζουν την ενότητά του. Οι πρακτικές αυτές θέτοντας σε δοκιμασία το σώμα παράγουν πρωτοφανή επιτελέσματα στη σύγχρονη υποκειμενικότητα, εμφανέστερο των οποίων είναι ο πολλαπλασιασμός των μορφών εθισμού.

Το σώμα γίνεται έτσι το παράδειγμα νέων λόγων και νέων πρακτικών που επερωτούν την υπόσταση του συμπτώματος στη σχέση του με το ζήτημα της ταυτότητας. Ταυτότητα που η αναφορά της δεν είναι πλέον εκείνη της σχέσης με το ένα του Παρμενίδη, καθώς αναζητείται ερήμην, σε ασυνέχεια και εκτός του υποκείμενου. Και παρότι το σώμα σύμπτωμα είναι το πεδίο που εκπροσωπεί ένα υποκειμενικό ερώτημα, ενδεχομένως στο πλαίσιο μίας ψυχανάλυσης, το υποκείμενο αρνείται να θεωρήσει το σώμα ως ένα τέτοιο πεδίο και τείνει ευχαρίστως να διεκδικήσει μια άμεση και θετικιστική θεραπεία μακριά από απρόοπτα που επερωτούν τον Άλλον στην ετερότητά του.

 

Μία τέτοια θεραπεία είναι κάποιες φορές, θεραπεία της αυτο-διαχείρισης μίας ουσίας.  Πολλές φορές οι κλινικοί, είτε είναι γιατροί είτε έχουν μία άλλη ειδικότητα, μπορούν να ενσωματωθούν σε αυτήν την «αυτο-διαχείρηση της θεραπείας του συμπτώματος » στον βαθμό που προσφέρονται σε αυτό το παιχνίδι, στο οποίο η πλαστική χειρουργική δεν έχει το αποκλειστικό προνόμιο.

 

Αλλά αν ο ασθενής – που μετατρέπεται έτσι σε καταναλωτή φροντίδων- ωθεί τον γιατρό να συνταγογραφεί κατά βούληση, ο γιατρός –που καθοδηγείται από την απαίτηση να βασίζει την πράξη του σε αποδεικτικά στοιχεία - δεν είναι λιγότερο εξαρτημένος από αυτό το θετικιστικό πνεύμα. Μολονότι επιδίδεται με μόχθο και αγωνία στη θεραπεία του ασθενούς του και στην έρευνα, αναγκάζεται να διαχωρίσει την πράξη του από  την ευθύνη του ως υποκείμενο, καθώς περιορίζεται από τη συμμόρφωση και μόνο σε όσα μπορούν να αποδειχθούν από τις ελεγχόμενες μελέτες. Η συμμόρφωση αυτή τον καθιστά δηλαδή σε σημαντικό βαθμό μη υπεύθυνο ως προς τις  θεραπευτικές επιλογές του χωρίς απαραίτητα να συγκατατίθεται σε αυτές. 

 

Αλλά, ό,τι αποτελεί συμβάν σε ένα υποκειμενοποιημένο σώμα δεν ταξινομείται και δεν συγκαταλέγεται στα συμπτώματα που μπορούν να μελετηθούν από επιστημονικές μελέτες. Ως εκ τούτου, πολλά συμπτώματα παραμένουν στο περιθώριο της επιστημονικής ιατρικής. Και η ιατρική, ολοένα και περισσότερο προσανατολισμένη από πράξεις που βασίζονται σε αποδείξεις, μπορεί να φθάσει έως έναν πληθωρισμό χειρονομιών από αυτήν την πλευρά, ενώ η θεραπευτική μανία (θεραπεία πάση θυσία) είναι  το πιο περίφημο παράδειγμα αυτής της τάσης. Η κατά συνέπεια αποκλεισμένη υποκειμενικότητα, ενιστάμενη, επιστρέφει αναπόφευκτα στο πραγματικό του σώματος, εμμένοντας σε μία οδύνη η οποία δεν σιωπά παρ’ όλες τις ιατρικές πράξεις που αποτυγχάνουν.

 

Επιπροσθέτως, στα πλαίσια αυτά της « μερικής» και «τεχνικής» επεξεργασίας του σώματος, η ενικότητα της περίπτωσης, η οποία δεν λαμβάνεται υπόψη από την ομογενοποίηση των κριτηρίων ένταξης στις ελεγχόμενες μελέτες, επιστρέφει, επίσης, στο «πραγματικό» των  μελετών αυτών, όπου τα αντικρουόμενα αποτελέσματα για το ίδιο ζήτημα είναι μάλλον ο κανόνας. Και η προσφυγή στη λεγόμενη συλλογική μετα-ανάλυση πολλών μελετών συχνά δεν επιτυγχάνει ούτε αυτή να δώσει λύση.

 

Όταν τον 19ο αιώνα η ιατρική προσχωρεί στην επιστήμη και συνάμα εμφανίζεται το σύγχρονο υποκείμενο, συμβαίνει η ανακάλυψη της ψυχανάλυσης. Η ψυχανάλυση έρχεται να ανακτήσει το υποκείμενο της επιστήμης και του ασυνειδήτου, γιατί για το ίδιο υποκείμενο πρόκειται, το οποίο είναι  όλο και περισσότερο αποκλεισμένο από την ιατρική που θεωρεί τον εαυτό της επιστημονικό υπό την αυξανόμενη  υποστήριξη των τεχνοεπιστημών. Η ανάκτηση αυτή έγκειται λοιπόν στο ότι η ψυχανάλυση « ακούει» την οδύνη του σώματός του.

 

Βρισκόμαστε στο σημείο που η τεχνο-επιστημονική πρόοδος, πρόοδος που γνωρίζουμε πως είναι μία χίμαιρα, εφόσον μάλλον πρόκειται για ανάπτυξη,  επιφέρει σύγχυση δημιουργώντας κρίση στο σώμα του σύγχρονου υποκειμένου, αφήνοντάς το κατακερματισμένο. Σε αυτήν τη συγκυρία, λοιπόν, μπορεί η ψυχανάλυση που είναι μία «θεραπεία» του ενικού και του υποκειμενικού στα πλαίσια ενός διαλόγου με την επιστημονική ιατρική να δώσει κάποιες απαντήσεις για αυτό το σώμα σε κρίση;  Μπορεί ο γιατρός και ο ψυχαναλυτής να συνοδεύσει ο ένας τον άλλον στο να ακούσουν  ο καθένας από τη δική του μεριά την «οδύνη» του σώματος;

 

Οργανωτική επιτροπή στη Γαλλία : Christian Hoffmann (Καθηγητής), Γιώργος Δημητριάδης (Επίκουρος καθηγητής), Eric Toubiana (Επίκουρος καθηγητής), Pascale Baligand (ATER), Θέμις Γολεγού (υποψήφια διδάκτωρ), Nicolas Rabain (ATER), Βασιλική Σίμογλου (Monitrice)

 

Οργανωτική επιτροπή στην Ελλάδα : Λίσσυ Κανελλοπούλου (Αναπληρώτρια Καθηγήτρια), Ηλίας Μπεζεβέγκης (Καθηγητής, πρόεδρος του Τμήματος Ψυχολογίας), Κλήμης Ναυρίδης (Αναπληρωτής Καθηγητής), Άννα Χριστοπούλου (Αναπληρώτρια Καθηγήτρια), Κατερίνα Μαλίχιν (υποψήφια διδάκτωρ), Αντώνης Πούλιος (υποψήφιος διδάκτωρ), Νίκος Σχορετσανίτης (υποψήφιος διδάκτωρ)

bottom of page