top of page

Ένα καταραμ(μ)ένο σώμα…

 

Αθανάσιος Μπούρμπος, τελειόφοιτος του τμήματος Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.

 

 

Σώμα καταραμένο ή κατά-ραμμένο; Ποιο προηγείται και πιο έπεται; Μήπως η κατάρα προηγείται της διαρραφής; Κι’ αν κατάρα, από ποιόν; Μήπως από το ίδιο το υποκείμενο; Και αν ναι, γιατί; Γιατί το υποκείμενο να υποβάλει το ίδιο του το σώμα σε μια διαδικασία αυτοκαταστροφής; Και γιατί να γίνεται λόγος για μια διαδικασία και όχι για μία πράξη; Μήπως γιατί διαφέρει από μία συνηθισμένη αυτοκαταστροφική πράξη; Μήπως γιατί όπως αναφέρει και ο Sandor Ferenczi επρόκειτο για μία διαδικασία η οποία εντοπίζεται και ξεκινά από τα βάθη του οργανισμού;

 

Υπάρχουν πολλών ειδών πρακτικές εναντίον του εαυτού, εκ των οποίων οι περισσότερες,  εμπίπτουν  της τάξεως του ψυχοσωματικού φαινομένου. Το σώμα μπορεί να υποφέρει εξαιτίας μιας ιδιοπαθούς νόσου, μπορεί να υποφέρει όμως και εξαιτίας μιας ανορεξίας. Και στις δύο περιπτώσεις το σώμα πλήττεται και πονά. Παράλληλα όμως, το ίδιο σώμα που πονά, την ίδια ακριβώς στιγμή, απολαμβάνει, καθώς αυτό που βιώνεται ως οδυνηρό από το εγώ για το ασυνείδητο αποτελεί πηγή απόλαυσης.

 

Σε τι μπορεί να διαφέρουν άραγε το ψυχοσωματικό φαινόμενο και η ανορεξία; Αφού συγκαταλέγεται και αυτή σε μία πρακτική εναντίον εαυτού, της οποίας τα σημάδια είναι εμφανή πάνω στο σώμα;  

        

Για τον Jaques Lacan, το σώμα αποτελεί τον πρώτο τόπο εγγραφής, καθώς και το ίδιο είναι εγγεγραμμένο σε μια διαδικασία γραφής. Αυτό που γράφει, είναι το ασυνείδητο. Όπως και να έχει, και στην ιδιοπάθεια, και στην ανορεξία και σε οποιαδήποτε άλλη πρακτική εναντίον του εαυτού, οι οποίες ακολουθούν διαφορετικά ενδοψυχικά μονοπάτια, όλες καταλήγουν σε μία  υποκειμενική εγγραφή, πάνω στον πίνακα- σώμα.

Για τον Jean Guir σε ό,τι αφορά το ψυχοσωματικό φαινόμενο και την εμφάνισή του, αυτό που εγγράφεται είναι της τάξεως του αριθμού, όπως μας λέει ο Lacan, και επρόκειτο για μία εντοπισμένη και διαγνωσμένη ιατρικά, στο σώμα νόσο.

 

Αντίθετα στην ανορεξία, το σώμα βρίσκεται σε μία διαδικασία συνεχούς απώλειας βάρους. Πηγαίνει από αριθμό σε αριθμό, με φθίνουσα πορεία, σαν να αποφεύγεται κάτι να εγγραφεί (κάτι της τάξης του αριθμού), αλλά παράλληλα να διαγράφονται οι επιπτώσεις της συνεχούς απώλειας του βάρους- ενός αριθμού πάλι κάθε φορά- πάνω στο σώμα. Με το να μην σταματά το ανορεξικό υποκείμενο σε έναν αριθμό (βάρος), μοιάζει σαν να θέλει συνεχώς να αναβάλει μια συνάντηση με τον Άλλο, σαν να βρίσκεται σε μία ατελή διαίρεση, σε μία αέναη αναζήτηση του αντικειμένου α, η οποία εκφράζεται μέσα από το σώμα.

 

Η διαίρεση είναι ατελής γιατί απλούστατα το α πάντα προηγείται. Υποθέτοντας πως αν θα μπορούσε κανείς να το αγγίξει, θα ήταν σαν να κατείχε το φαλλό, την απόλυτη απόλαυση και μοιραία το τέλος. Ο θάνατος θα ήταν εκεί, καθώς θα είχε επέλθει πλήρης αποδιοργάνωση του ψυχικού τόπου, αφού θα είχαν αποσυνδεθεί οι δύο ενορμήσεις, αυτή της ζωής και αυτή του θανάτου, που με τη διάπλεξή τους, κρατούν το ον εν ζωή,  και που με την απόμειξή τους, οδηγούν στον βιολογικό θάνατο.

 

Τελικά το καταραμένο προηγείται του κατά-ραμμένου ή πρόκειται για τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος; Στο ασυνείδητο, σε μια δηλαδή δομή σαν γλώσσα, η οποία δεν γνωρίζει και δεν υπακούει σε γραμματικούς, συντακτικούς και τονικούς κανόνες, όπου ένα και μόνο lapsus αρκεί, για να αλλάξει μέρος της γεωγραφίας του σώματος, την ίδια λοιπόν στιγμή που το σώμα αναπαρίσταται-αναγιγνώσκεται ως καταραμένο, την ίδια στιγμή το ασυνείδητο  μπορεί να γ-ράψει ένα είδος γ-ραφής, εντάσσοντάς το παράλληλα και στην τάξη του κατά-ραμμένου.    

 

Και το σημάδι από τα γ-ράμματα θα είναι για πάντα εκεί, επάνω στο κείμενο- σώμα, για να θυμίζει την εγγραφή- εγγ-ραφή- εγ-γραφή η οποία πια ανήκει στην ιστο-ρία του υποκειμένου.

 

Όταν λοιπόν το υποκείμενο ασθενεί, δεν είναι και τόσο αδύναμο, όσο μερικοί μπορεί να νομίζουν/(νο/μι-ζουν) ή να μην ζουν, δηλαδή να μην ζουν εντός του αναλυτικού λόγου, να μην αντιλαμβάνονται τη συμβολική διάσταση των πραγμάτων, την αλήθεια ή έστω ένα μέρος ασυνείδητης γνώσης, βυθισμένοι στο αδιάτρητο του Πραγματικού.                

                                                                                                                   

Το υποκείμενο λοιπόν χρειάζεται αρκετό σθένος προκειμένου να γίνει α-σθενής. Να ταχθεί δηλαδή απέναντι στην ίδια του την ύπαρξη, αποτελώντας ταυτόχρονα αποστολέα και παραλήπτη της ίδιας κατάρας. Υπό αυτήν την οπτική, η ασθένεια δεν είναι αδυναμία. Και γιατί αυτό; Γιατί το υποκείμενο έχει δύναμη. Δύναμη για να πεθάνει αλλά και δύναμη για να ζήσει.

 

…για το οποίο θα παρατηρούσα ότι δεν γίνεται να πούμε πως είναι η ζωή διότι διακινεί μαζί και τον θάνατο, τον θάνατο του σώματος με το να το επαναλαμβάνει. Από εκεί προέρχεται το en-corps, η εν-σωμάτωση [του θανάτου]…[1]

 

 

 

 

[1] Lacan, Jacques, 1972-1973, Σεμινάριο ΧΧ ,Encore, ακόμη, μετάφραση Βλάσης Σκολίδης · επιμέλεια σειράς Βλάσης Σκολίδης. - 1η έκδ. - Αθήνα : Ψυχογιός, 2011, σ.31. …dont  je vous ferai remarquer qu’ on ne peut dire que ce soit la vie puisque aussi bien ça porte la morte , la morte du corps, de le répéter. C’est de là que vient l’ en corps…

bottom of page