top of page

 

Ψάχνοντας ένα σπίτι για το σώμα – Η χοροθεραπεία στην ψύχωση

 

Ήρα Λαμπίρη, κλινική ψυχολόγος, εικαστική ψυχοθεραπεύτρια.

 

 

 

Σε ένα προάστιο του Παρισιού εδώ και κάποια χρόνια λαμβάνει χώρα μια ομάδα χοροθεραπείας με ψυχωσικούς ενήλικες,που νοσηλεύονται στο νοσοκομείο του Ville- Evrard. Η ομάδα αυτή είναι σχετικά ανοιχτή, υπό την έννοια ότι υπάρχουν κάποιοι σταθεροί ασθενείς που την παρακολουθούν αλλά ανά διαστήματα προστίθενται και νέοι νοσηλευόμενοι. Αποτελείται συνήθως από 6-10 άτομα, και υπεύθυνη είναι μια πρώην χορεύτρια και χορογράφος, η Κίτσου Ντυμπουά ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένη στα θέματα ψυχικής υγείας, με την οποία δούλεψα για ένα χρόνο σαν συνθεραπεύτρια ψυχολόγος. Οι συνεδρίες λαμβάνουν χώρα σε μια μεγάλη αίθουσα χορού άδεια από αντικείμενα και διαρκεί μια ώρα κατά τη διάρκεια της οποίας ακούγεται μόνο η φωνή της θεραπεύτριας που εξηγεί τις προτεινόμενες ασκήσεις και η μουσική. Πρόκειται λοιπόν για μια «σωματική γλώσσα» και η επικοινωνία γίνεται μόνο δια μέσω του σώματος.

 

Οι συνεδρίες έχουν πάντα την ίδια δομή: σε ένα πρώτο χρόνο που διαρκεί περίπου σαράντα λεπτά η θεραπεύτρια προτείνει μια σειρά από σωματικές ασκήσεις, πάντα ίδιες και πάντα με την ίδια σειρά. Είναι ο χρόνος που χρησιμεύει σαν σημείο αναφοράς για τους ασθενείς, που χρησιμοποιούν κατά κάποιο τρόπο το σώμα των θεραπευτών σαν μοντέλο, σαν άξονα για να τοποθετηθούν τόσο σωματικά όσο και ψυχικά.

Ο χορός και η ψυχανάλυση, αν και πεδία διαφορετικά, βρίσκουν κοινά σημεία συνάντησης στο σώμα. Διάφοροι θεωρητικοί όπως ο Φρόυντ και ο Γουίνικοτ έχουν μιλήσει για το σώμα και τη σχέση του με τον ψυχισμό, καταλήγοντας στο ότι το Εγώ είναι πάνω απ’ όλα μια σωματική ενότητα, και η ανθρώπινη φύση είναι ένα συνεχές, μία ολότητα.

 

Οι ψυχωσικοί ασθενείς όμως συχνά δεν βιώνουν το σώμα τους σαν μια ολότητα, και πάσχουν κατά κύριο λόγο από την εικόνα του κατακερματισμένου σώματος και  της αποπροσωποποίησης γι’αυτό και το αίσθημα του κενού που επικρατεί τους κάνει να βιώνουν έντονο άγχος και διαταραχή της πραγματικότητας.

 

Θα μπορούσε άραγε μια θεραπευτική προσέγγιση δια μέσου του χορού να γεννήσει σ’ έναν ψυχωσικό την επιθυμία να ζήσει μέσα σε μια μη-συγχωνευτική σχέση με τον άλλο; Ο χορός, σαν μέσο που ευνοεί τη διαμεσολάβηση στη θεραπευτική σχέση, αποτελεί μια προνομιούχα στιγμή στη θεραπευτική διαδικασία κατά την οποία ο ασθενής οδηγείται στην αναγνώριση του εαυτού του και του Άλλου. Ο χορός τον εισάγει στην ικανοποίηση από ένα σωματικό παιχνίδι μέσα σε μια σχέση διαμεσολαβημένη απ’ τον Άλλο. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, ο ψυχωσικός ασθενής θα μπορέσει να συναντήσει τον Άλλο, η αίσθηση του κενού θα αντικατασταθεί από την παρουσία και οι ασθενείς «χρησιμοποιώντας» το σώμα τους θα το επενδύσουν με τις φαντασιώσεις τους. Η «εκ νέου» ανακάλυψη αυτού του σώματος με νέες επενδύσεις θα τους οδηγήσει σε μια καλύτερη σχέση με την πραγματικότητα και μια καλύτερη οργάνωση του Εγώ τους.

 

Η κατακερματισμένη εικόνα και τα άγχη που σχετίζονται με το σώμα του ψυχωσικού μπορούν να αναχθούν στα πρώτα παιδικά βιώματα του ασθενούς και κυρίως στη σχέση του με τη μητέρα. Για τον ψυχωσικό, το σώμα είναι το σώμα του έτσι όπως στην πραγματικότητα το βλέπει ο Άλλος, ένα συνονθύλευμα από μύες που στέκονται μαζί και συνδέονται με χέρια που τον φυλακίζουν ή από το όργανο που τον περιβάλλει.

 

Σε μερικές περιπτώσεις είναι πιθανό να δούμε ο ψυχωτικός δεν ολοκλήρωσε κάποια στάδιο εξέλιξης και άρα ως παιδί καθηλώθηκε σε μια συγχωνευτική παντοδυναμία όπου το σύνολο του πραγματικού  έρχεται να ορίσει σαν σημαινόμενο τη μητέρα. Η απώλεια, η διαφοροποίηση και η σχέση με τον άλλο δεν πραγματοποιούνται και συνεπώς καθίσταται αδύνατο για τους ψυχωσικούς να μπουν σε μια δυαδική άμεση σχέση.

 

Η χοροθεραπεία προσπαθεί να ενεργοποιήσει τη δυναμική αυτού που είναι ακινητοποιημένο, τη διαλεκτική σ’ αυτό που είναι δομικά ετερογενές, τον διαρθρωτικό σύνδεσμο σ’ αυτό που χαρακτηρίζεται όχι σαν παθολογική δομή αλλά σαν «ριζική αποδόμηση». Δεν πρόκειται για μια απόπειρα να «ξαναβάλει τα πράγματα σε τάξη», αλλά για μια προσπάθεια να «μπολιάσει» αυτό που ποτέ δεν απέκτησε οντότητα. Μερικές φορές η προσπάθεια εστιάζεται στο να αποκατασταθεί η σχέση με κάποιο αποκλεισμένο κομμάτι του σώματος, μερικές φορές στο να ξαναβρεθεί η αίσθηση της ενότητας, της αρμονίας της ολότητας και να αποκατασταθεί η αναπαράσταση των ορίων του σώματος.

 

Μέσα από πολυάριθμες σωματικές ασκήσεις,  ο άρρωστος προετοιμάζεται για την επαφή του με τον άλλο και για την αναγνώριση των μελών και των ορίων του σώματός του. Κάθε σωματική αίσθηση που μπορεί να αναγνωρισθεί, κάθε τμήμα σώματος που γίνεται αντικείμενο αίσθησης, είναι μια κατάκτηση όταν μιλάμε για την ψύχωση. Γιατί το σώμα, σύμφωνα με την Γκιζέλα Πανκόφ, έχει δομές, και άπαξ και ένα τμήμα του σώματος αναγνωρισθεί σαν τμήμα ενός οργανωμένου σώματος, ο ασθενής μπορεί να αναγνωρίσει δομές που αφορούν το χώρο και το χρόνο.

 

Σ’ αυτό το πλαίσιο, η χοροθεραπεύτρια δίνει έμφαση στην κατασκευή της διάδρασης του μέσα και του έξω και στην ροή της κίνησης. Δουλεύουμε πολύ πάνω στους άξονες και τα άκρα του σώματος, τις έννοιες του σπιράλ και της στρέψης. Κατ’ επέκταση, οι έννοιες του χρόνου και του χώρου –οριζόντια και κάθετα- είναι πολύ σημαντικές και παρούσες καθόλη τη διάρκεια της συνεδρίας. Χάριν σε μια αίσθηση συνέχειας που εξασφαλίζει η σταθερότητα του πλαισίου, οι ψυχωσικοί επανατοποθετούνται σε σχέση με το σώμα τους και βιώνουν τα εξωτερικά ερεθίσματα σαν κάτι το θετικό. Δουλεύοντας πάνω στην εγκαθίδρυση των ορίων ανάμεσα στο μέσα και στο έξω, και στα περάσματα ανάμεσα στα δύο, αναδύεται η ερώτηση για το χώρο ανάμεσα στα σώματα κι ανάμεσα στα αντικείμενα. Δημιουργείται έτσι μια αίσθηση ότι το σώμα διατρέχεται από το κενό, ως τόπος όπου μπορεί να υπάρξει το φαντασιακό. 

 

Αυτή η προσέγγιση έχει σα στόχο να μεταδώσει στους ασθενείς μια πιο σωστή αναπαράσταση του χωροχρόνου, και κατ’ επέκταση μια σωστότερη αναπαράσταση του ίδιου τους του εαυτού σε σχέση με τους άλλους, μέσα σε ένα χώρο όπου τα συναισθήματα λαμβάνονται υπόψιν. Η διεργασία είναι τόσο φαντασιακή όσο και πραγματική. Προκειμένου να πραγματοποιηθεί μια κίνηση χρειάζεται να μπορεί κάποιος ήδη να την αναπαραστήσει σε φαντασιακό επίπεδο, για να την κάνει πράξη. Μ’ αυτό τον τρόπο μπορούν οι ψυχωσικοί να υπάρξουν σε μια αίθουσα χορού χωρίς να χάνουν την ισορροπία τους και χωρίς να αποσταθεροποιούνται από τα συναισθήματά τους.

 

Η επανάληψη των ίδιων χορευτικών κινήσεων από βδομάδα σε βδομάδα βοηθάει τους ασθενείς να αποκτήσουν ένα είδος σημείου αναφοράς. Αυτή η επαναληπτικότητα επιτρέπει την επιστροφή στον εαυτό αλλά αποτελεί ταυτόχρονα μια απόπειρα να βγει από τον εγκλεισμό και την αυτοματοποίηση. Παρατηρούμε τους ψυχωσικούς κατά τη διάρκεια του χρόνου να μετασχηματίζουν και να«κάνουν δικές τους» τις κινήσεις που αρχικά μιμούνταν μηχανικά. Ένα μέρος του σώματος που στην αρχή ήταν από ελάχιστα έως καθόλου αντικείμενο αναπαράστασης, όπως τα ισχία ή η λεκάνη, μέσα από την επανάληψη των ασκήσεων σιγά σιγά κινητοποιείται, και κατ’ επέκταση περνάει στην αναπαραστατική λειτουργία και εντάσσεται στον σωματικό χάρτη του ασθενούς.

 

Μέσα από τον  χορό, ο ψυχωσικός ασθενής έχει τη δυνατότητα να χτίσει την ταυτότητά του και να οδηγηθεί στην αναγνώριση της διαφοράς. Η ατομική διαφορά εκφράζεται από τη διατύπωση, το στυλ,  που έχει φτιάξει ο καθένας μέσα από την προσωπική του ιστορία. Αυτό είναι που δίνει και στο χορό και μια λειτουργία γλώσσας, διαλέκτου, μέσα από την οποία δύναται κάθε ασθενής να μιλήσει για την ατομικότητά του μέσα από έναν ομαδικό κώδικα.

 

Το να δουλεύει κανείς με ομάδες έχει επίσης μια ιδιαίτερη σημασία. Η ομάδα, σύμφωνα με την ψυχανάλυση, αναπαράγει εκ νέου τη σχέση με τη μητέρα, γιατί γίνεται για το άτομο αυτό που είναι η μητέρα για το παιδί:  όπως και το μητρικό σώμα, το περιβάλλει, το περιτυλίγει, το θρέφει με πολιτισμικά ερεθίσματα. Αυτή η ιδιότητα χρησιμοποιείται σε μια ομάδα χοροθεραπείας και αποκαλύπτει συναισθηματικά φαινόμενα, επιτρέποντας την ανάδυση και την έκφραση φαντασιώσεων και αρχαϊκών συναισθημάτων.

 

Αυτό που δημιουργείται σε μια ομάδα όπως ήταν αυτή στην οποία συμμετείχα κι εγώ, είναι τοσώμα-μνήμη, το οποίο διευκολύνει τους ασθενείς να επισκεφτούν ξανά την προσωπική τους ιστορία. Αυτό που επαναλαμβάνεται είναι οι βάσεις της κοινωνικοποίησης, γιατί ο χορός είναι μια θεμελιώδης πράξη, μια κοινωνική τελετουργία που αναδεικνύει και υπενθυμίζει στον άνθρωπο μέσα από μια ψυχοσωματική εμπειρία τον κοινωνικό δεσμό.

 

Αντίστοιχα, μέσα από τους κανόνες της μουσικής και του χορού αναβιώνει ο ρόλος του «πατέρα», δηλαδή του τρίτου που αντιπροσωπεύει τον κοινωνικό πόλο στη σχέση μάνας-παιδιού. Σύμφωνα με την ψυχαναλυτική σκέψη, ο «πατέρας» αντιπροσωπεύει τον εξωτερικό κόσμο, αυτόν που διαχωρίζει το παιδί από τη μητέρα και συνεπώς το προστατεύει από την συγχώνευση. Στη χοροθεραπεία, αυτός ο Τρίτος, ο πατέρας, χρειάζεται να συντεθεί, να οργανωθεί, έτσι ώστε να επιτραπεί σε έναν ψυχωσικό η τριαδικοποίηση που θα τον βγάλει από την φαντασιωσική συγχώνευση με τη μητέρα.  Ο θεραπευτής πρέπει αντίστοιχα να δείξει στους ασθενείς ότι κι αυτός ο ίδιος υπόκειται σε μια τάξη «Άλλη», σε έναν νόμο που τον ξεπερνάει και τον εμποδίζει από το να καταβροχθίσει τους ασθενείς μέσα στη δική του επιθυμία. Εκείνοι, προστατεύονται από τη συγχώνευση μαζί του μέσα από την παρουσία κανόνων του ρυθμού, των προτεινόμενων ασκήσεων, και φυσικά, του πλαισίου, που αντιπροσωπεύουν τον Τρίτο στη σχέση.

 

Όταν  οι ψυχωσικοί είναι συνεπείς στην παρουσία τους στις συνεδρίες της χοροθεραπείας  για ένα σεβαστό χρονικό διάστημα, διαπιστώνουμε ότι μέσω του χορού έχουν την ευκαιρία να σκιαγραφήσουν εκ νέου το σωματικό τους χάρτη, ξαναζώντας με έναν αναλογικό τρόπο την αρχαϊκή σχέση με τη μητέρα τους. Μέσα από τα λικνίσματα, τις ταλαντεύσεις και το ρυθμό, βασικούς νόμους του χορού, επανέρχεται στο προσκήνιο η ανακατασκευή του κατακερματισμένου σώματος, πράγμα που θα μπορούσε να οδηγήσει και σε μια συμβολική αναδιοργάνωση. Μέσα από την εκτόνωση των ενορμήσεων, καθίσταται εφικτό να περάσουν από μια καταστροφική αναπαράσταση σε μια πιο δημιουργική και θετικά επενδεδυμένη.

 

Αυτό μας δείχνει δειλά δειλά και η κλινική περίπτωση του Ερίκ.

 

Όταν τον συνάντησα για πρώτη φορά, διακινήθηκα από την ένταση του βλέμματός του, που γινόταν πιο έντονη από το γεγονός ότι δε μιλούσε. Είναι ένας άντρας πολύ ψηλός καιγεροδεμένος, γύρω στα 25, αφρικανικής καταγωγής που δημιουργεί ένα αισθητηριακό παράδοξο: ενώ δείχνει πολύ δυνατός, φαίνεται σαν να μην μπορεί να ελέγξει το σώμα του, τις κινήσεις του, τη δύναμή του, σαν αυτό το σώμα να μην του ανήκει.

 

Φοράει πάντα ένα άσπρο καπέλο τζόκευ, που είναι πολύ μικρό σε σχέση με το κεφάλι του. Αργότερα μαθαίνω ότι αυτό το καπέλο τον προστατεύει από τις «φωνές», που τον ενοχλούν και του μιλάνε ακόμα κι όταν ο ίδιος δε θέλει.

Είναι το 3ο και τελευταίο παιδί μιας οικογένειας όπου η μητέρα-που ασχολούταν με τα οικιακά- ήταν πολύ μικρότερη σε ηλικία απ’ τον πατέρα, που ήταν μποξέρ. Η σχέση του πατέρα με το γιο περιγράφεται ως τρικυμιώδης και μάλλον άσχημη. Ο Ερίκ στάματησε το σχολείο στα 14 λόγω τεταμένων σχέσεων με τους γονείς του και έχει συλληφθεί κάποιες φορές για μικροκλοπές.

 

Στα 17 παρουσιάζονται τα πρώτα συμπτώματα ψυχικών διαταραχών και νοσηλεύεται γιατί παραληρεί αλλά χωρίς να έχει συνείδηση των προβλημάτων του. Νοσηλεύεται άλλες 3 φορές σε διάστημα 2 ετών καθώς παρουσιάζει παραλήρημα αλλά και βίαιη συμπεριφορά απέναντι στη μητέρα του, η οποία αποφασίζει να τον στείλει στο Καμερούν απ’ όπου κατάγονται. Εκεί ο Ερίκ σταματάει κάθε φαρμακευτική αγωγή, αλλά και το να μιλάει. Λίγο αργότερα επιστρέφει στην Γαλλία για την κηδεία του πατέρα του, χωρίς να επιδεικνύει κανένα συναίσθημα γι αυτή την απώλεια.

 

Νοσηλεύεται για άλλη μια φορά για κάποιους μήνες και διαγνώνεται ως ελλειματικός σχιζοφρενής με παραληρήματα. Έκτοτε ζει με το θείο του και παρακολουθείται στο κέντρο ημέρας του Ville evrard όπου κάνει και συνεδρίες χοροθεραπείας.

 

Φορώντας τα ίδια ρούχα και το ίδιο καπέλο, σχεδόν για όλη τη χρονιά, ο Ερικ μας δείχνει την ανάγκη του να οχυρώνεται και να προστατεύεται από τον εξωτερικό κόσμο. Πιάνει πάντα την ίδια θέση στην αίθουσα χορού και δε μιλάει σχεδόν ποτέ, παρά μόνο απαντάει μονολεκτικά αν κάποιος του απευθύνει το λόγο. Είναι εξαιρετικά δυσανεκτικός σε οποιαδήποτε μικροαλλαγή προκύψει στο χώρο ή στον αριθμό των συμμετεχόντων και συχνά αυτό είναι αιτία να αποχωρήσει στη μέση της συνεδρίας.

 

Τον πρώτο καιρό ο Ερίκ δυσκολεύεται να ακολουθήσει τις οδηγίες για τις σωματικές ασκήσεις. Προσπαθεί με κόπο να ελέγξει τις κινήσεις του και αργεί πολύ σε σχέση με τους άλλους.  Σε κάποιες ασκήσεις που περιλαμβάνουν πχ το να κινηθεί μόνο ο ένας ώμος, ο Ερίκ δεν καταφέρνει ποτέ να μην κινήσει και τους δύο, πράγμα που φανερώνει ότι η κίνηση δεν έχει ροή, δεν υπάρχει δυναμική περάσματος από το ένα μέρος του σώματος στο άλλο. Το κεφάλι του γέρνει μπροστά, σαν ένα παιδί που το έχουν μαλώσει και ψάχνει το βλέμμα της δασκάλας, με αγωνία για να δει αν θα του κάνει παρατήρηση..

 

Το κυκλικό κούνημα των χεριών στο πλάι είναι μια άσκηση πιο διεγερτική για εκείνον, και συχνά του προκαλεί αθέλητα γέλια. Η άσκηση αυτή του ήταν αδύνατη τους πρώτους μήνες, σιγά σιγά όμως άρχισε να γίνεται ιδιαίτερα σημαντική για τον Ερικ: μοιάζει σαν αίσθηση με το κούνημα της κούνιας, στο νανούρισμα. Όσο πέρναγε ο καιρός, ο Ερίκ ένοιωθε ότι η ομάδα τον εμπεριέχει, και άρχισε να αφήνεται και στον κάθετο άξονα, που αντιπροσωπεύει το δεύτερο στάδιο εξέλιξης. Όμως, για να κουνήσει κυκλικά τα χέρια χρειαζόταν να σκύψει το κεφάλι μπροστά, πράγμα που  αποκαλύπτει τον κατακερματισμό του σώματος: όσο το κεφάλι είναι ψηλά, τα χέρια είναι δέσμιά του, προκειμένου να τα ελευθερώσει για να τα κουνήσει πρέπει να γείρει μπροστά το κεφάλι.

 

Κατά την άνοιξη, ο Ερίκ έρχεται χωρίς το καπέλο. Εκείνη την περίοδο η χορογράφος προτείνει μια άσκηση με το κεφάλι και μικρές κυκλικές κινήσεις. Ο Ερίκ δεν μπορεί να ακολουθήσει καθόλου: κάνει κυκλικές κινήσεις με τα μάτια, αλλά το κεφάλι είναι μάλλον ένα επικίνδυνο μέρος: κρύβει σκέψεις, φωνές, βία, δεν πρέπει να το αγγίζουμε! Μερικές συνεδρίες αργότερα ξαναφοράει το καπέλο του. Τότε μόνο, προστατευμένος, μπορεί να κάνει την άσκηση ολόκληρη.

 

Αντίστοιχα, σε όλες τις ασκήσεις στο πάτωμα, ο Ερικ κρατάει το κεφάλι του λίγα χιλιοστά πάνω από το έδαφος. Η εικόνα μοιάζει με εκείνη ενός βρέφους που ψάχνει με το βλέμμα τη μητέρα του μόλις αποκτά δύναμη να κρατήσει το κεφάλι του ψηλά. Ανήσυχος, σαν αν ακουμπούσε το κεφάλι του κάτω θα αποκολλούταν από το σώμα του, σαν η γη να ήταν ικανή να του κλέψει τις σκέψεις του, ή να τον μολύνει με καινούριες.

Προς το καλοκαίρι, η εικόνα του Ερίκ είναι πια αρκετά διαφορετική: το κεφάλι εμπλέκεται στις ασκήσεις και ανεξαρτητοποιείται από τους ώμους, ο ρυθμός του γίνεται σύντονος με της υπόλοιπης ομάδας και φαίνεται να έχει καλύτερο έλεγχο πάνω στις κινήσεις του. Εντυπωσιακό είναι και το πώς εν καιρώ συνεργάζεται με τα μέλη της υπόλοιπης ομάδας στην από κοινού χορογραφία του τέλους: στις αρχές δεν ακουμπούσε κανέναν, και δε διάλεγε ποτέ το ντουέτο του.

 

Προς το Μάιο, βλέπουμε τον Ερίκ να κατευθύνεται προς κάποια μέλη της ομάδας συχνότερα και να στέκεται μπροστά τους, καλώντας τους με το σώμα του να χορέψουνε μαζί. Δε διστάζει να δώσει τα χέρια του όταν η χορογραφία το απαιτεί, και ενίοτε, χαμογελάει.

 

Η ακινησία και η αδράνεια των πρώτων μηνών έχουν δώσει τη θέση τους σε κίνηση, σε κάτι που αρχίζει να μοιάζει με ροή που κυκλοφορεί στο εσωτερικό του σώματός του και τον κάνει να ζει. Η διάδραση με άλλους ανθρώπους μοιάζει λιγότερο απειλητική και το βλέμμα του μαλακώνει.

 

Μέρη του σώματός του που απουσίαζαν όταν ήρθε στη χοροθεραπεία γίνανε σιγά σιγά παρόντα και αξιοποιήσιμα από τον ίδιο.  Μέσα από τη χοροθεραπεία ο Ερίκ είχε την ευκαιρία να ξαναεπισκεφτεί τον σωματικό του χάρτη αλλά και να ξαναζήσει με έναν αναλογικό τρόπο μέσα στην ομάδα τη σχέση του με την μητέρα και τον πατέρα του. Μέσα από το ρυθμό και τις κινήσεις, ξαναχτίζεται ένα σώμα άλλοτε κατακερματισμένο που επιτρέπει και την αναδόμηση του ψυχισμού του σε συμβολικό επίπεδο.

 

Έτσι κάπως αυθόρμητα, βλέπουμε να γεννιέται η θεραπευτική λειτουργία της τέχνης, όπου λόγω της μετουσίωσης, οι συγκρούσεις διοχετεύονται και εκτονώνονται σε πράξεις πιο υγιείς σε σκοπούς ευγενέστερους. Οι ενορμήσεις δεν εκτονώνονται με ακανόνιστο τρόπο, αλλά αρθρώνονται σε νέες πιο θετικές αναπαραστάσεις. Αυτό οδηγεί σε μια ψυχική αναδόμηση και σε μια ευνοϊκή αλλαγή, που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε θεραπεία. Μέσα σε αυτή την προοπτική, ο χορός φαίνεται να βοηθάει τους ψυχωσικούς να εναρμονίσουν συγκρουσιακές λειτουργίες που αποδίδουμε στην μητέρα και τον πατέρα και η χοροθεραπεία του προσφέρει μια αναλογική δυνατότητα να επιλύσει αυτές τις δυσκολίες παίζοντας ανάμεσα στους άξονες που χαρακτηρίζουν αυτές τις αντινομικές εγγραφές.

 

 

http://www.endynamei.gr/

 

 

 

 

 

 

EN FRANÇAIS

 

A la recherche d'une maison pour le corps la danse thérapie avec des adultes psychotiques.

 

Il y a quelques années que tous les lundis après-midi au conservatoire du Bagnolet, un atelier de danse thérapie pour des adultes psychotiques se réalise dans un vrai studio de danse, dans une salle très grande et bien éclairée, vide d’objets où règne une certaine qualité de concentration, une odeur, une histoire liée à l’univers de la danse : il y a là une atmosphère dont les élèves vont s’imprégner.

 

L’atelier est animé par Mme Dubois, danseuse, chorégraphe et chercheuse en danse, avec la présence de deux stagiaires psychologues. Six patients viennent assez régulièrement, mais cet atelier reste un atelier ouvert qui peut accueillir de nouveaux patients arrivant du C.A.T.T.P., considérant que chaque nouvelle personne peut nous amener sa richesse. L’atelier dure une heure, pendant laquelle ne résonne que la musique et la voix de l’animatrice qui décrit les mouvements corporels proposés. Il s’agit alors avant tout d’un « langage corporel ». Ni les patients ni les stagiaires ne parlent, c’est avec le corps qu’on communique.

 

L’atelier est toujours structuré de la même façon. Dans une première partie qui dure environ quarante minutes, l’animatrice propose une série d’exercices corporels, toujours les mêmes et dans le même ordre. C’est une partie qui sert de repère pour les patients afin qu’ils arrivent à se poser, où Mme Dubois est le modèle, est leurs corps en résonance, en kinesthésique. Ce temps est nécessaire afin que les participants puissent s’installer, s’ancrer dans l’espace et dans leurs corps et se mouvoir. C’est ainsi que se met en place un processus d’autonomisation qui va permettre la transition à la deuxième partie de l’atelier consacrée à l’improvisation et à la chorégraphie.

La danse et la psychanalyse, dans leurs champs respectifs, se croisent en ce qui concerne le corps. Freud dit « le moi est avant tout une entité corporelle, non seulement une entité tout en surface, mais une entité correspondant à la projection d’une surface ».

 

Dans cet atelier, Mme Dubois favorise le travail autour de la construction de l’interrelation dedans – dehors et la fluidité du mouvement. Nous travaillons beaucoup autour des axes et des extrémités du corps, les notions de spirales et torsions. Aussi, les notions du temps et de l’espace –horizontalité et verticalité- sont importantes et ainsi présentes dans le déroulement de l’atelier. Mme Dubois parle de ce fameux passage entre différentes identités grâce à une continuité qui semble venir d’un travail beaucoup plus profond du corps lui-même. Il faut revenir sur des références égocentrées pour se repositionner dans le monde sans exclure l’extérieur, se repositionner dans son corps pour arriver à revivre de situations extérieures plus positives. Cela est extrêmement important pour nos patients psychotiques, afin qu’ils arrivent à établir une relation avec leur monde interne et le monde extérieur. Nous travaillons de fait beaucoup sur l’établissement des limites entre l’intérieur et l’extérieur et les passages entre les deux. Se pose aussi la question de l’espace entre les corps, entre les objets, entre les articulations. Cela, d’après Mme Dubois, donne une conscience du corps traversé par le vide, d’un lieu où on peut faire passer son imaginaire.  Ce sont  des notions importantes à aborder en travaillant avec des sujets ayant une représentation morcelée de leur corps.

 

Cette approche a pour but de transmettre aux patients une appréhension plus juste d’un espace-temps, et donc une appréhension plus juste d’eux-mêmes et par rapport aux autres dans un espace, qui prend en compte les émotions. Le processus est imaginaire autant que réel ; afin d’effectuer un mouvement il faut pouvoir se le représenter déjà au niveau imaginaire, pour s’en faire ensuite une représentation mentale anatomique de la partie du corps concernée et la mettre en mouvement. Les psychotiques peuvent ainsi exister dans un espace de danse sans perdre l’équilibre et sans être submergés par leurs émotions.

 

Par la danse les psychotiques acquièrent la possibilité de revisiter leur schéma corporel, mais aussi de revivre d’une façon analogique la relation archaïque avec la mère. A travers les balancements et le rythme, lois essentielles de la danse, se joue de nouveau la restructuration d’un corps morcelé, qui pourrait leur permettre une réorganisation symbolique. A travers la décharge des pulsions, nous pouvons à travers la danse passer d’une représentation destructive à une autre plus valorisante et positive.

 

On voit naître ainsi spontanément la fonction thérapeutique de l’art, agissant selon un mécanisme que la théorie psychanalytique nomme sublimation et définit comme une réorientation des conflits par le moyen d’une dérivation des pulsions vers des buts plus nobles et socialement valorisés. Les pulsions ne se déchargent pas de façon désordonnée, mais s’articulent à de nouvelles représentations positives ; cela conduit à une réorganisation psychique, un changement favorable qu’on pourrait appeler thérapie.

Dans cette perspective, la danse semble annoncer pour les psychotiques la possibilité d’une harmonisation des fonctions opposées attribuées à la mère et au père : le désir de l’autre, c'est-à-dire l’union de corps ; le désir de l’Autre d’un lien symbolique. Au sujet, tiraillé entre l’amour de l’autre qui lui fait haïr l’Autre et l’amour de l’Autre qui lui fait haïr la fusion, entre le besoin de régression et le mouvement conquérant de l’exploration, le narcissisme et l’amour de l’Autre, la relation duelle et le lien à la société, le corps à corps et le monde symbolique, à l’individu paralysé par ce conflit structurel, elle offre une possibilité analogique de « débloquer » la situation en faisant jouer entre eux les axes qui déterminent ces registres antinomiques.

 

 

 

http://www.endynamei.gr/

 

 

 

 

 

 

 

 

 

bottom of page