top of page

 

Το πάσχον σώμα

 

Δέσποινα Ανδροπούλου, κλινικός ψυχολόγος

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

1966: ιατρική και ψυχανάλυση υπό το πρίσμα του αιτήματος ίασης

 

Ο Λακάν στην παρέμβασή του Για τη θέση της Ψυχανάλυσης στην Ιατρική[1] επεσήμανε ότι η θέση της ψυχανάλυσης βρίσκεται εκτός του πεδίου της ιατρικής∙ για την τελευταία η ψυχανάλυση είναι μια εξωτερική βοήθεια. Υποστήριζε ότι η ραγδαία ανάπτυξη της επιστήμης θα άλλαζε το σκηνικό.  Σημείωνε ότι αυτή η ραγδαία ανάπτυξη της επιστήμης είναι υπαίτια της αλλαγής της θέσης του γιατρού στην κοινωνία από πρόσωπο κύρους και εξουσίας που φτάνει το επίπεδο του φιλοσόφου, σε απλό συνεργάτη των επιστημόνων που θα εξυπηρετεί την βιομηχανία, σύμφωνα με τα πρότυπα του παγκόσμιου οργανισμού υγείας. Ο ρόλος του θα συνίσταται στην εισαγωγή μετρήσεων ποσοτικού ελέγχου, γραφημάτων, στατιστικών δεδομένων, μέσω την οποίων θα αναπαριστώνται σε μικροσκοπική κλίμακα οι βιολογικές σταθερές, καθώς και στην διανομή φαρμακευτικών σκευασμάτων.

 

Το ζήτημα που τίθεται είναι ποια θα είναι τότε η θέση του γιατρού απέναντι στο αίτημα για άμεση και συγκεκριμένη ίαση. Σε αυτό το σημείο ο Λακάν λέει κάτι καινοτόμο που μας εκπλήσσει: «όταν ο ασθενής παραπέμπεται στον γιατρό, όταν τον προσεγγίζει, μην νομίσετε ότι περιμένει απλώς την ίαση. [Ο ασθενής] βάζει τον γιατρό σε δοκιμασία να τον βγάλει από τη θέση του αρρώστου, πράγμα που είναι εντελώς διαφορετικό. Συχνά έρχεται για να επιβεβαιώσετε ότι είναι άρρωστος, άλλες φορές έρχεται ζητώντας σας να τον διατηρήσετε στην ασθένειά του, να τον περιθάλψετε με τρόπο που τον βολεύει, με τρόπο που θα του επιτρέψει να εξακολουθήσει να είναι ένας άρρωστος καλά εγκατεστημένος στην αρρώστια του». Ο Λακάν κάνει έτσι τη διάκριση μεταξύ αιτήματος και επιθυμίας του αρρώστου.

Το δεύτερο σημείο που προβλέπει είναι ότι η επιστήμη θα αποδειχτεί ελλειμματική παρ’ όλη την πρόοδό της,  όσον αφορά τη σχέση που θα έχει η ιατρική με το σώμα. Αυτό που είναι αποκλεισμένο από την σχέση επιστήμης-σώματος, θα πει, είναι το σώμα που έχει γίνει για να απολαμβάνει και να απολαμβάνει αφ’ εαυτού του [se jouir] . Η επιστήμη μπορεί να γνωρίσει αυτό που μπορεί, αλλά δεν μπορεί να μάθει αυτό που θέλει. Αυτό που θέλει προκύπτει από μια πρόοδο που η κεκτημένη ταχύτητά της μας επιτρέπει να δούμε ότι ξεπερνά τις προβλέψεις της.      

 

Από το 1966 στο 2009

Το ιατρικό σύμπτωμα τον 21ο αιώνα

 

Στις 14 Δεκεμβρίου 2009 ο βιοχημικός Aaron Ciechanover (Άαρον Τσεχάνοβερ)[2], ο οποίος μοιράστηκε το Νόμπελ Χημείας με τους Irwin Rose και Avram Hershko «για την ανακάλυψη της πρωτεϊνικής αποδόμησης»[3] το 2004,  έδωσε διάλεξη με τίτλο «Πού μας οδηγεί η ιατρική του 21ου αιώνα;» στην Αθήνα[4].

 

Η εργασία των τριών επιστημόνων κατέστησε  κατανοητό σε μοριακό επίπεδο τον τρόπο που το κύτταρο ελέγχει διάφορες κεντρικές διαδικασίες, αποδομώντας ορισμένες συγκεκριμένες πρωτεΐνες και όχι άλλες. Η ανακάλυψή τους θεωρείται ως προϋπόθεση στην πρόοδο της ιατρικής καθώς έτσι θα παραχθούν φάρμακα για τη θεραπεία διαφόρων ασθενειών. Ήδη, ένα φάρμακο ενάντια στον καρκίνο χρησιμοποιείται ευρέως.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Το συμβολικό της επιστήμης του Τσεχάνοβερ: Η εξατομικευμένη τυποποίηση του πραγματικού διά του γονιδιώματος

 

Ο Άαρον Τσεχάνοβερ εξηγεί ως εξής το έλλειμμα της παραδοσιακής ιατρικής το οποίο ευαγγελίζεται να αποκαταστήσει ο νέος ιατρικός προσανατολισμός: «Πολλά σημαντικά φάρμακα όπως η πενικιλίνη, η ασπιρίνη ή η δακτυλίτιδα ανακαλύφθηκαν από ευτυχή σύμπτωση –ορισμένα από φιλοπερίεργους ερευνητές που παρατήρησαν ένα τυχαίο φαινόμενο, κάποια άλλα μέσω της απομόνωσης ενεργών συστατικών από φυτά που εδώ και αιώνες γνωρίζουμε ότι έχουν μια συγκεκριμένη θεραπευτική επίδραση. Άλλα σημαντικά φάρμακα όπως οι στατίνες[5] ανακαλύφθηκαν με τη χρήση περισσότερο προηγμένων τεχνολογιών. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, οι μηχανισμοί δράσης του φαρμάκου ήταν κατά κύριο λόγο άγνωστοι τη στιγμή της ανακάλυψής τους και δεν βρέθηκαν παρά αργότερα. Συνειδητοποιώντας ότι όλοι οι ασθενείς δεν ανταποκρίνονται με τον ίδιο τρόπο στη θεραπεία ασθενειών που από φυσικής και ιστοπαθολογικής άποψης φαίνονται ίδιες, -για παράδειγμα, εμφανίζουν διαφορετικές κακοήθειες- συνειδητοποιώντας επίσης ότι η κλινική συμπεριφορά τους είναι διαφορετική, έχουμε σήμερα αρχίσει να καταλαβαίνουμε ότι η μοριακή τους βάση είναι διαφορετική. Κατά συνέπεια, εγκαταλείπουμε την εποχή όπου εφαρμόζουμε την ίδια θεραπεία σε όλους και αρχίζουμε να μπαίνουμε σε μια εποχή «εξατομικευμένης ιατρικής», όπου η θεραπεία προσαρμόζεται σύμφωνα με το μοριακό/μεταλλαξιογόνο προφίλ του ασθενούς. Σε αντίθεση με την προηγούμενη εποχή, στη νέα εποχή η κατανόηση αυτού του μηχανισμού θα κατευθύνει πλέον την εφεύρεση νέων φαρμάκων. Αυτή η εποχή θα χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη τεχνολογιών -ο προσδιορισμός της αλληλουχίας και η επεξεργασία του ανθρώπινου γονιδιώματος θα κοστίζουν φτηνά (λιγότερα από 1000 δολάρια) και θα γίνονται γρήγορα (σε λίγα λεπτά), μέσω της ταυτοποίησης και χαρακτηρισμού νέων μοριακών δεικτών και στόχων για φάρμακα, που προσδιορίζουν συγκεκριμένες ασθένειες- και από τον σχεδιασμό καινοτόμων φαρμάκων. Αυτό προϋποθέτει μια αλλαγή προσέγγισης στην επιστημονική έρευνα και ανάπτυξη και στην εκπαίδευση, όπου η διεπιστημονικότητα θα κυριαρχήσει και θα αντικαταστήσει με πολλούς τρόπους την παραδοσιακή μέθοδο που συνήθως περιορίζεται σε μία και μόνο επιστήμη».

 

Έχουμε απομακρυνθεί σαφώς από το ιατρικό ιδεώδες της εποχής τού Georges Canguilhem ο οποίος προτιμούσε τον όρο τέχνη έναντι του όρου τεχνική για να προσδιορίσει την ιατρική με τα εξής λόγια: «Μία τέχνη ζωής – και η ιατρική είναι με όλη τη σημασία τού όρου – εμπεριέχει μια επιστήμη της ζωής[6]», δείχνοντας έτσι ότι ο γιατρός πρέπει να περιθάλψει ένα ανθρώπινο ον λαμβάνοντας υπόψη του τις ιδιότητες του είδους του.

 

Η επιστήμη τίθεται στην υπηρεσία της εξατομικευμένης ιατρικής που ερμηνεύει εν τω προκειμένω την κλινική και άρα τη συμπτωματολογία της νόσου με γνώμονα τη διαφορετική μοριακή βάση του κάθε οργανισμού. Τίποτα πλέον δεν αφήνεται στην τύχη του. Ο καθένας θα είναι κύριος στον οίκο του, εφόσον θα είναι γνώστης του γονιδιωμάτός του. Με αυτόν τον τρόπο, κάθε άνθρωπος θα έχει και το φάρμακό του για τη δική του νόσο, κατά το πρότυπο της παγκοσμιοποίησης που στη συγκεκριμένη περίπτωση μπορεί να αποδοθεί με τη φράση: «για κάθε οργανισμό και η αρρώστια του, για κάθε αρρώστια και ένα φάρμακο», υπάγεται δηλαδή στη λογική του μη-όλου, ενός μη-όλου που αφορά τόσο τη νόσο όσο και το φάρμακό της. Το παράδοξο της τυποποίησης [modelisation] εδράζεται κατά τον ψυχαναλυτή Eric Laurent στο εξής: ότι αποφασίζοντας να τα γράψει όλα μέσω τύπων πέφτει στο όριο της έκρηξης των συνδυασμών[7].

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η γνώση στο πραγματικό

 

Tο πραγματικό με το οποίο ασχολείται η ιατρική στηριγμένη σήμερα πλέον στις νευρο-επιστήμες, είναι ένα πραγματικό που έχει ήδη μια γνώση μέσα του, μια γνώση γραμμένη μέσα στο κύτταρο και μέσα σ’ αυτό που απομονώσαμε ως γονίδιο. Πρόκειται για μια γνώση που δεν υποτίθεται αλλά εκτίθεται. Γνώση που είναι ήδη εκεί, έτοιμη να διαβαστεί από τους ειδικούς. Πιο συγκεκριμένα, ο ειδικός τοποθετεί στο πραγματικό έναν νόμο, έναν τύπο θέλοντας έτσι να δείξει ότι γνωρίζει πώς λειτουργεί αυτό που ούτως ή άλλως λειτουργούσε αυτόματα.

 Το εγχείρημα, ωστόσο, φέρνει τους επιστήμονες αντιμέτωπους με πολλές εκπλήξεις και πολλά νέα ερωτήματα κάνοντας τον σκαπανέα της αποκωδικοποίησης του ανθρώπινου γονιδιώματος Eric Lander[8] να διαπιστώνει το 2011, μετά από δέκα χρόνια ότι «Είμαστε ακόμα στην αρχή». Το υποκείμενο της επιστήμης αν και καταργημένο, επιστρέφει στο Πραγματικό, που είναι το ίδιο το αντικείμενο του επιστημονικού εγχειρήματος, μέσω της έκπληξης και του αναπάντεχου. Νομίζαμε ότι ο αριθμός των γονιδίων μας ήταν της τάξεως των 100.000 (γινόταν λόγος και για 120.000). Μάθαμε ότι δεν ξεπερνούν τις 21.000. Νομίζαμε ότι η μερίδα του λέοντος του DΝΑ.  κωδικοποιούσε τη σύνθεση πρωτεϊνών και αποκαλούσαμε το υπόλοιπο «σκουπίδι» (junk DΝΑ). Μάθαμε ότι μόνο ένα μικρό μέρος του DΝΑ χρησιμοποιείται για τη σύνθεση των πρωτεϊνών και πως το υπόλοιπο δεν είναι καθόλου μα καθόλου σκουπίδι. Νομίζαμε ότι το RΝΑ[9] είχε περιορισμένο βοηθητικό ρόλο. Μάθαμε όμως ότι πρωταγωνιστεί σε πολλές κυτταρικές διαδικασίες.  Όσο για τη θεραπεία του καρκίνου, σήμερα έχει τριπλασιαστεί ο αριθμός των γονιδίων που γνωρίζουμε ότι εμπλέκονται στην εμφάνιση των συμπαγών όγκων σε σχέση με το 2000. Στη σελίδα 193 και υπό τον τίτλο «Βιολογικοί μηχανισμοί εναντίον πρόβλεψης κινδύνου» ο διακεκριμένος επιστήμονας μας θυμίζει ότι ο πρωταρχικός στόχος της γενετικής ανθρώπων είναι να μεταμορφώσει τη θεραπεία ασθενειών μέσω της κατανόησης των μοριακών μηχανισμών που τις διέπουν. Σημειώνει όμως ότι « κάποιοι έχουν έναν άλλο στόχο:να παράσχουν στους ασθενείς μια εξατομικευμένη πρόβλεψη του κινδύνου που διαθέτουν να εμφανίσουν κάποια ασθένεια ». Ο Lander εκτιμά ότι κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό δεδομένης της « περίπλοκης αρχιτεκτονικής των ασθενειών και των μη γενετικών συνιστωσών που ενέχουν »[10].

 

Ο στόχος λοιπόν είναι η απαλλαγή από σοβαρές νόσους, η πρόβλεψή τους -από κάποιους γενετιστές- , ο απόλυτος έλεγχος της ζωής, του οργανισμού και των παραγώγων του. Σε αυτή την προοπτική, εντάσσεται και η αναπαράσταση του πραγματικού της σκέψης, των διαταραχών της και των λαθών της με τη βοήθεια της τεχνολογίας των εικόνων που λαμβάνονται μέσω της  μαγνητικής τομογραφίας. Σε αυτές τις εικόνες, επιδιώκεται η απομόνωση των «qualia»[11] της υποκειμενικής εμπειρίας επί παραδείγματι του πόνου. [αναπαράσταση των υποκειμενικών συνειδητών εμπειριών η οποία στοχεύει στο να δώσει απαντήσεις σε ερωτήματα όπως πώς είναι να αισθάνεται κανείς τον πόνο, την γεύση του κρασιού, την εμπειρία του ναρκωτικού]

 

Η επιστήμη θεωρεί ότι χειρίζεται το πραγματικό. Στην ουσία το αναπαριστά με τα εργαλεία της, που θα πρέπει να σημειωθεί ότι βρίσκονται στο πεδίο της γλώσσας. Το πραγματικό που αναπαριστά παραμένει στο όριο του πεδίου της, καθώς πρόκειται για ένα πραγματικό που δεν παύει να μην αναπαρίσταται συμβολικά. Υπ’ αυτή την έννοια «δεν υπάρχει επιστήμη του πραγματικού»[12], δεν υπάρχει επιστήμη παρά μόνο του συμβολικού και του φαντασιακού, δεν υπάρχει επιστήμη παρά προσποιητά (π.χ. τα γονίδια) [semblants] που η φύση προσφέρει στην ανάγνωση αυτού που αναπαρίσταται σε αυτά, σαν συνείδησή της. Για την ψυχανάλυση «το έμβιο στο οποίο συνδέεται σαν ένα παράσιτο το συμβολικό σύστημα, παράγει το αδύνατο να αναπαρασταθεί»[13]

 

Το συμβολικό της ψυχανάλυσης: η εξατομικευμένη προσέγγιση του αινίγματος της ζωής δια της ομιλίας

Στην ψυχανάλυση, στο κέντρο της προσέγγισης του πραγματικού, αυτού που δεν συμβολοποιείται, είναι αδιανόητο και δεν εντάσσεται σε κανένα πρόγραμμα, σε κανέναν εξωτερικό έλεγχο, βρίσκεται η αλήθεια ή ακόμα πιο σωστά η μεταβλήθεια – οι διαφορετικές όψεις της αλήθειας – που είναι ιδιαίτερη για τον καθένα και ορίζει τη σχέση του με τη σεξουαλικότητα. Το σώμα στην ψυχανάλυση είναι το σώμα που απολαμβάνει από λέξεις επιθυμίας που το έχουν σημαδέψει. Στην λακανική θεωρία και κλινική, προκειμένου να ληφθεί υπόψη η επιθυμία και η απόλαυση του σώματος είναι αναγκαία η παρεμβολή του τόπου του Άλλου, το πεδίο όπου εντοπίζεται ό,τι από τη γλώσσα ξεφεύγει από τον έλεγχο του υποκειμένου. Σε αυτό το πεδίο, στο ασυνείδητο, γίνεται η σύνδεση, όπως λέει ο Λακάν, με τον άλλο πόλο, αυτόν της απόλαυσης, δηλαδή της έντασης, της σπατάλης ενέργειας, του κατορθώματος, του πόνου[14].

 

Αν εργαλείο της σύγχρονης ιατρικής στη γνώση του πραγματικού είναι το γονιδίωμα αψηφώντας το υποκείμενο που πλήττεται στο σώμα του από την αλήθεια, εργαλείο της ψυχανάλυσης είναι η γλώσσα και μάλιστα η σημαντική συνήχηση [resonance sémantique] που έχει την ιδιότητα να έχει συνέπειες στο πραγματικό. Η υπόθεση που μένει κάθε φορά να αποδειχτεί σε κάθε κλινική περίπτωση είναι ότι υπάρχουν σημαίνοντα που έχουν σημαδέψει μέρος του σώματος με τρόπο ώστε να το καθιστούν απολαμβάνουσα σάρκα. Η επίπτωση της ψυχανάλυσης στη σχέση του υποκειμένου με το πραγματικό συνιστά το κλινικό διακύβευμά της. Το ιδιαίτερο καθεστώς της γλώσσας, το κατ’εξοχήν εργαλείο στην προσέγγιση του πραγματικού στην ψυχανάλυση - που αναδεικνύεται από την αναλυτική ερμηνεία- , μαζί με την παρουσία, την ενσώματη επιθυμία του αναλυτή, διαχωρίζει την ψυχανάλυση από άλλες θεραπευτικές του λόγου οι οποίες τροφοδοτούν με νόημα το σύμπτωμα. 

 

Επίσης θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι το σύμπτωμα δεν είναι εξαρχής ψυχαναλυτικό. Το σύμπτωμα γίνεται ψυχαναλυτικό κατά τη συνάντηση με έναν ψυχαναλυτή, ένα υποκείμενο που υποτίθεται ότι γνωρίζει πώς λειτουργεί η άλλη σκηνή, η σκηνή των ονείρων και των lapsus και πιστεύει ότι η άρθρωσή του με αυτά τα μορφώματα, δίνουν σημασίες στηρίζοντας ένα νόημα που έχει επίπτωση στην ύπαρξη, στο σώμα, στο έμβιο, διότι πρόκειται για ένα νόημα απόλαυσης, ένα νόημα λιβιδινικοποιημένο. Αυτή η βαθμίδα, το ασυνείδητο είναι και αυτός που θα τον θεραπεύσει, η παρουσία του αναλυτή θα λειτουργεί ως αίτιο στη λειτουργία του ασυνειδήτου. Ο αναλυτής με την πράξη του, οδηγεί το υποκείμενο στην ανάληψη ευθύνης για τον παράδοξο τρόπο που έχει επιλέξει να απολαμβάνει από το ασυνείδητό του∙ όσο θα το αναλαμβάνει τόσο θα απεκδύεται το φορτίο των φαντασιακών ταυτίσεων. Η ανάληψη ευθύνης της απόλαυσης είναι το πολιτικό ζήτημα της ψυχανάλυσης. Ο Λακάν ως προς αυτό υπήρξε αφοριστικός: «Για τη θέση μας ως υποκείμενα είμαστε πάντοτε υπεύθυνοι»[15].

Ένα μελαγχολικό υποκείμενο όρισε με τα εξής λόγια τη θεραπευτική διαδικασία μετά την αποσταθεροποίησή του που σήμανε ένα πριν και ένα μετά στη ζωή του: «είναι σαν να έχει γίνει ένας σεισμός και τότε κατάλαβα ότι το οικοδόμημα ήταν σαθρό, έπρεπε λοιπόν να κατέβω στο υπόγειο να δω τι συνέβαινε. Είδα τρύπες από εδώ, κακοτεχνίες από εκεί, ελλείψεις στα σίδερα από την άλλη. Έπρεπε να σταθεί αλλιώς, κάτι να βρεθεί να κάτσει για να μπορεί σε άλλα ταρακουνήματα ν’ αντέξει. Έπρεπε να φύγουν και περιττά βάρη. Όταν τον ρώτησα για τα βάρη, απάντησε : το άλλοθι ότι οι γονείς μου φταίνε.» Αναρωτήθηκα γιατί το άλλοθι αυτό βιωνόταν σαν βάρος, η απάντηση ήρθε λίγο μετά από τον ίδιο όταν μου μίλησε για την ανακούφιση που νιώθει από τη στιγμή που απαλλάχτηκε από το μίσος που τον βάραινε.

 

Η αναγκαιότητα του συμπτώματος: ο καθένας έχει δικαίωμα στο σύμπτωμα 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Το 1887, ο Φρόιντ αναρωτήθηκε πώς διαχειρίζεται ο άνθρωπος, το ομιλούν ον, αυτό που είναι ετερογενές της γλώσσας, «το πλεόνασμα [excédent] της σεξουαλικής ικανοποίησης που παραμένει αμετάφραστο σε λεκτικές αναπαραστάσεις»[16].  Είκοσι οκτώ χρόνια  μετά, επανέρχεται στο ερώτημα που τον βασανίζει και αφορά τη σχέση μεταξύ βιολογίας και ψυχικού οργάνου: «Αν θεωρήσουμε την ψυχική ζωή από τη σκοπιά της βιολογίας, η έννοια της ενόρμησης εμφανίζεται σαν οριακή έννοια ανάμεσα στο ψυχικό και το σωματικό, σαν ψυχικός αντιπρόσωπος των διεγέρσεων που πηγάζουν στο εσωτερικό του σώματος και φτάνουν στον ψυχισμό∙ σαν μέτρο της απαιτούμενης εργασίας που επιβάλλεται στο ψυχικό ως συνέπεια του δεσμού με το σωματικό»[17]. Στο ίδιο κείμενο του 1915, στο «Ενορμήσεις και Πεπρωμένα των ενορμήσεων» θα εισάγει ο πατέρας της ψυχανάλυσης τον όρο υποκείμενο και μάλιστα στο σημείο όπου θα αναλύσει τον αυτοερωτικό χαρακτήρα των ενορμήσεων. Το υποκείμενο θα χρειαστεί να αναλάβει αυτή την εργασία που επιβάλλεται στο ψυχικό σαν συνέπεια του δεσμού του με το σωματικό. Πρόκειται για έναν δεσμό προβληματικό.

 

Ο Λακάν επέμεινε στην αντινομία βιολογίας και ψυχικού οργάνου με όρους νοήματος και ό,τι αντίκειται σε αυτό, στο αδιανόητο [l’expulse du sens] και το ονόμασε πραγματικό[18]. Αυτή η αντινομία μεταξύ πραγματικού και νοήματος αντιστοιχεί για το υποκείμενο από τη μία πλευρά, σε αυτό που καθιστά για εκείνο σύμπτωμα[19]  και από την άλλη πλευρά στην μοναδική, εξατομικευμένη σχέση που έχει με τη σεξουαλικότητα και το φύλο. Το σεξουαλικό δεν μπορεί παρά να πάσχει στη περίπτωση του ομιλούντος εξ αιτίας του αμοιβαίου αποκλεισμού νοήματος και πραγματικού. Αυτός ο αμοιβαίος αποκλεισμός διαγράφει τη δυνατότητα πρόσβασης στην «σεξουαλική γαλήνη [la paix sexuelle]»[20].  Γιατί όντως, για τα όντα που κατοικούν τη γλώσσα δεν υπάρχει η γνώση εκείνη που θα τους έδειχνε πώς να τα βγάλουν πέρα με το σώμα του Άλλου, δεν υπάρχει σημαίνουσα εγγραφή και αυτό καθιστά τη σεξουαλική σχέση μεταξύ των δύο φύλων αδύνατη. Το σεξουαλικό νόημα του συμπτώματος, που απέδειξε ο Φρόιντ ότι αυτό έχει, καλύπτει ένα ριζικό μη-νόημα ακριβώς γιατί όπως ειπώθηκε, το σεξουαλικό νόημα δεν κατορθώνει ποτέ να εγγραφεί με όρους σχέσης ανάμεσα στα δύο φύλα.

 

Από την άλλη πλευρά, η λειτουργία του συμπτώματος παγιώνει για κάθε υποκείμενο το απολαμβανόμενο νόημα που καθιστά νόμο της σεξουαλικής του στάσης και αίτιο της επιθυμίας του, ενώ παράλληλα συνιστά τη μοναδική, ιδιαίτερη έκφραση της σχέσης του με το αδύνατο. Για κάθε υποκείμενο η λειτουργία αυτή του συμπτώματος ως απάντηση στο πραγματικό του φύλου και της σεξουαλικότητας, προέρχεται από τη συνάντηση της γλώσσας με τη σεξουαλική πραγματικότητα.

 

Η συνάντηση με το πραγματικό είναι ένα τραύμα. Πρόκειται για τη συνάντηση που φέρνει το υποκείμενο αντιμέτωπο με την τρύπα που κάνει η σεξουαλική πραγματικότητα μέσα στη γλώσσα και την οποία αδυνατεί να βάλει σε λόγια. Αυτό το εκτός νοήματος, εκτός γλώσσας καθιστά ένα ξύπνημα για κάθε υποκείμενο που του προκαλεί αμηχανία και το συγκλονίζει. Ο Άλλος ως θησαυρός των σημαινόντων είναι ελλιπής, στο σημείο της αναπαράστασης του σεξουαλικού ο Άλλος δεν υπάρχει. Για να απαντήσει, το υποκείμενο καλείται να επινοήσει κάτι: αυτή είναι η αναγκαιότητα του συμπτώματος.

 

Αν η ψυχανάλυση και η ιατρική συναντώνται στον όρο της εξατομικευμένης προσέγγισης του εκτός νοήματος, της παρουσίας του θανάτου μέσα στη ζωή, του αναπάντεχου και του τραυματικού, ο δρόμος τους διαχωρίζεται στον τρόπο αντίληψης και στάσης απέναντι στον φέροντα τη νόσο και τη νόσο καθεαυτή: η επιτυχία του ιατρικού εγχειρήματος συνίσταται στο να απαλλάξει τον άρρωστο από την αρρώστια του, η επιτυχία της ψυχανάλυσης έγκειται στην ταύτιση του ομιλούντος όντος με το σύμπτωμά μου μέσω της απώλειας μεγάλου μέρους απόλαυσης που αυτό ενέχει.

 

 

 

 

[1] Lacan J. La place de la psychanalyse dans la médicine in Conférence et débat du Collège de médecine à La Salpetrière : Cahiers du collège de Médecine 1966, pp. 761 à 774.

 

 

[2] Ο Άαρον Τσεχάνοβερ γεννήθηκε στη Χάιφα του Ισραήλ το 1947. Σπούδασε Ιατρική στο Εβραϊκό Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ. Το 1973 έλαβε το ιατρικό του δίπλωμα και υπηρέτησε ως γιατρός στον Ισραηλινό Στρατό. Μετά τον στρατό, συνέχισε την επιστημονική του καριέρα στο εργαστήριο του καθηγητή Avram Hershko στην Ιατρική Σχολή του Technion (Iνστιτούτο Τεχνολογίας του Ισραήλ) στη Χάιφα. Από το 1976 έωςτο 1981 οι δύο επιστήμονες ανακάλυψαν το σύστημα της ουβικιτίνης. Το 1981, ο Άαρον Τσεχάνοβερ, αφού ολοκλήρωσε το διδακτορικό του, ξεκίνησε μεταδιδακτορικές σπουδές στο Massachusetts Institute of Technology (M.I.T.), όπου έκανε περαιτέρω ανακαλύψεις πάνω σε αυτό το σύστημα. Το 1984 επέστρεψε στο Ισραήλ και ίδρυσε το ερευνητικό του εργαστήριο στο Technion, όπου από το 2002 είναι Καθηγητής της Ιατρικής Σχολής. Είναι μέλος της Ισραηλινής Ακαδημίας Επιστημών και της Παπικής Ακαδημίας Επιστημών και είναι ξένος εταίρος της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ. Είναι παντρεμένος με την Menucha, γιατρό και διευθύντρια του γηριατρικού τμήματος του Carmel Hospital στη Χάιφα. Έχουν έναν γιο, τον Yitzhak.

 

[3] Οι τρεις επιστήμονες έδειξαν ότι το κύτταρο λειτουργεί ως ένας ιδιαίτερα αποδοτικός σταθμός ελέγχου, όπου οι πρωτεΐνες αναπτύσσονται, ζουν ένα ορισμένο χρονικό διάστημα και μετά αποδομούνται. Η ανακύκλωση των πρωτεϊνών επιτρέπει στο κύτταρο να αντικαθιστά ελαττωματικές πρωτεΐνες και να αλλάζει την πρωτεϊνική του σύσταση ανάλογα με τις μεταβαλλόμενες περιβαλλοντικές συνθήκες

 

[4] Μέγαρο Μουσικής Αθηνών 7/12/2009

 

[5] Οι στατίνες είναι πιο ισχυρά φάρμακα από τις ρητίνες ανταλλαγής ιόντων στη μείωση της LDL-χοληστερόλης, αλλά λιγότερο δραστικά στη μείωση των τριγλυκεριδίων και την αύξηση της HDL. Μειώνουν τα εμφράγματα του μυοκαρδίου και τους θανάτους από στεφανιαία νόσο σε ασθενείς που πάσχουν από από καρδιαγγειακά νοσήματα (στεφανιαία νόσο, αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, περιφερική αρτηριοπάθεια), υγιή άτομα υψηλού κινδύνου έστω και αν η χοληστερίνη είναι φυσιολογική.

 

 

[6] Georges Canguilhem le normal et le pathologique 48-49 σελ.

 

[7] Laurent Eric Presentation (de Denis Noble) Cause Freudienne no 70

 

[8] Eric Steven Lander (born February 3, 1957) is a Professor of Biology at the Massachusetts Institute of Technology (MIT), a member of the Whitehead Institute, and director of the Broad Institute of MIT and Harvard who has devoted his career toward realizing the promise of the human genome for medicine. He is co-chair of U.S. President Barack Obama's Council of Advisors on Science and Technology

 

[9] Τo ριβονουκλεϊκό οξύ, ή ορθότερα ριβοζονουκλεϊκό οξύ, και συντομογραφικά RNA, (προφέρεται «αρ-εν-έι»), είναι μία τις δύο κατηγορίες των πολυμερών νουκλεϊκών οξέων στο κύτταρο. Αποτελείται από μονομερή νουκλεοτίδια που παίζουν σημαντικό ρόλο στη διαδικασία της μετάφρασης του γενετικού κώδικα από την έτερη κατηγορία νουκλεϊκού οξέος, το δεοξυριβονουκλεϊκό οξύ (συντομογραφικά DNA), σε πρωτεϊνικά προϊόντα. Το RNA χαρακτηρίζεται ως ο «αγγελιοφόρος» μεταξύ του DNA και των πρωτεϊνικών συμπλεγμάτων που είναι γνωστά σαν ριβοσώματα στο κυτταρόπλασμα του κυττάρου (αγγελιαφόρο RNA, mRNA). Έτσι το RNA μαζί με το DNA αποτελούν το γενετικό υλικό των οργανισμών.

 

 

[10] Eric Lander  Initial impact of the sequencing of the human genome in Nature 470 σελ. 187-197

http://www.nature.com/nature/journal/v470/n7333/full/nature09792.html

 

[11] http://en.wikipedia.org/wiki/Qualia

 

[12] Bassols M. Il n’y a pas de science du reel,  Mental 25

 

[13] Laurent Eric Usages des neuro-sciences pour la psychanalyse in Revue de la Cause Freudienne no 70 p. 113

 

[14] Lacan La place de la psychanalyse dans la medicine 1966

 

[15] Jacques Lacan, La science et la verite, in Ecrits, p 858

 

[16] Freud S., Lettres 46 et 52 a Fliess, in Naissance de la psychanalyse, Paris, PUF, 1956

 

[17] Φρόιντ Σ. Ενορμήσεις και Πεπρωμένα των ενορμήσεων

 

[18] Lacan « Le sinthome » seance 16/04/76

 

[19] Miller J.-A. Cours 1996-1997 L’Autre n’existe pas et ses comites d’éthique

 

[20] Lacan Le Séminaire de Caracas, juillet 1980"

bottom of page